ιστοκαλλιέργεια

ιστοκαλλιέργεια
η биол культура тканей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιστοκαλλιέργεια" в других словарях:

  • ιστοκαλλιέργεια — η βιολογική τεχνική που συνίσταται στην αφαίρεση, από ζώα ή φυτά, μικρών τμημάτων ιστού και στην τοποθέτησή τους σε ένα θρεπτικό μέσο, όπου μπορούν να επιβιώσουν έξω από τον οργανισμό από τον οποίο προέρχονται και η οποία χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • κυτταροκαλλιέργεια — η η ιστοκαλλιέργεια* κατά την οποία χρησιμοποιείται ορισμένος πληθυσμός κυττάρων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»